-
1 martial
πολεμικός -
2 боевой
боев||о́йприл1. πολεμικός, μαχητικός:\боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):\боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα. -
3 боевой
επ.1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•-ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•
-ое задание στρατιωτική αποστολή•
-опыт η πολεμική πείρα•
-ая тревога πολεμικός συναγερμός•
боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•
-ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•
-ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•
боевой конь μαχητικό άλογο•
боевой патрон το φυσίγγι•
-ые припасы τα πολεμοφόδια•
-ая задача αποστολή μάχης•
-ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•
боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•
-ая мощь στρατιωτική ισχύς•
-ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.
2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•боевой дух πολεμικό πνεύμα.
3. αγωνιστικός. -
4 военно-морской
военно-морской: \военно-морской флот о πολεμικός στόλος* * *вое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος
-
5 флот
флот м о στόλος, το ναυτικό; военно-морской \флот о πολεμικός στόλος; торговый \флот ο εμπορικός στόλος; речной \флот τα ποταμόπλοια; воздушный \флот η αεροπορία; служить во (или на) \флоте υπηρετώ στο ναυτικό* * *мο στόλος, το ναυτικόвое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος
торго́вый флот — ο εμπορικός στόλος
речно́й флот — τα ποταμόπλοια
возду́шный флот — η αεροπορία
служи́ть во ( или на) флоте — υπηρετώ στο ναυτικό
-
6 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
7 военный
επ.1. πολεμικός• στρατιωτικός•-ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•
положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•
- ая таина στρατιωτικό μυστικό (ή απόρρητο)•
-ое судно πολεμικό σκάφος•
-ая служба στρατιωτική υπηρεσία•
военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•
военный врач στρατιωτικός γιατρός•
-ое училище στρατιωτική σχολή.
2. ουσ. ο στρατιωτικός.εκφρ.военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς. -
8 Martial
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Martial
-
9 Warlike
adj.Fond of war: P. φιλοπόλεμος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Warlike
-
10 флот
ο στόλοςτο ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορίαморской - ο στόλος, το ναυτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флот
-
11 боевой
боевой 1) μαχητικός, πολε μικός 2) (смелый ) τολμηρός* * *1) μαχητικός, πολεμικός2) ( смелый) τολμηρός -
12 батальный
бат||альныйприл πολεμικός. -
13 бранный
бранн||ый Iприл (ругательный) ὑβριστικός:\бранныйые слова τά ὑβριστικά λόγια, τό ὑβρεολόγιο.бранный IIприл поэт. уст. (относящийся к войне) ἀρειμάνιος, πολεμικός, φιλοπόλεμος. -
14 военно-морской
военно-морскойпоил. τοῦ πολεμικού ναυτικού:\военно-морской флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό ναυτικό. -
15 воииский
во́ии||скийприл στρατιωτικός, πολεμικός:\воиискийский долг τό στρατιωτικό καθήκον \воиискийская часть ἡ στρατιωτική μονάδα, τό στρατιωτικό τμήμα. -
16 корреспондент
корреспондентм ὁ ἀνταποκριτής:собственный \корреспондент ὁ ἰδιαίτερος ἀνταποκριτής· специальный \корреспондент ὁ είδικός ἀνταποκριτής· военный \корреспондент ὁ πολεμικός ἀνταποκριτής. -
17 ратный
ратныйприл поэт., уст. πολεμικός, μαχητικός, μάχιμος:\ратный подвиг τό πολεμικό κατόρθωμα. -
18 флот
флотм τό ναυτικό[ν], ὁ στόλος:военно-морской \флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό[ν] ναυτικό[ν]· морской \флот ὁ θαλάσσιος στόλος· речной \флот τά ποταμόπλοια· военно-возду́шный \флот ἡ πολεμική αεροπορία· гражданский воздушный \флот ἡ πολιτική ἀεροπορία· торговый \флот ὁ ἐμπορικός στόλος· каботажный \флот ὁ ἀκτοπλοϊκός στόλος· служить во \флоте ὑπηρετώ στό ναυτικό. -
19 martial
1) (warlike or fond of fighting: a martial nation.) φιλοπόλεμος,μαχητικός2) (belonging to or suitable for war: martial music.) πολεμικός•- martial law -
20 war correspondent
(a newspaper reporter who writes articles on a war especially from the scene of fighting.) πολεμικός ανταποκριτής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολεμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)