Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁ πολεμικός

  • 1 martial

    πολεμικός

    English-Greek new dictionary > martial

  • 2 боевой

    боев||о́й
    прил
    1. πολεμικός, μαχητικός:
    \боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;
    2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):
    \боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα.

    Русско-новогреческий словарь > боевой

  • 3 боевой

    επ.
    1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•

    -ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•

    -ое задание στρατιωτική αποστολή•

    -опыт η πολεμική πείρα•

    -ая тревога πολεμικός συναγερμός•

    боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•

    -ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•

    -ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•

    боевой конь μαχητικό άλογο•

    боевой патрон το φυσίγγι•

    -ые припасы τα πολεμοφόδια•

    -ая задача αποστολή μάχης•

    -ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•

    боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•

    -ая мощь στρατιωτική ισχύς•

    -ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•

    боевой дух πολεμικό πνεύμα.

    3. αγωνιστικός.

    Большой русско-греческий словарь > боевой

  • 4 военно-морской

    военно-морской: \военно-морской флот о πολεμικός στόλος
    * * *

    вое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος

    Русско-греческий словарь > военно-морской

  • 5 флот

    флот м о στόλος, το ναυτικό; военно-морской \флот о πολεμικός στόλος; торговый \флот ο εμπορικός στόλος; речной \флот τα ποταμόπλοια; воздушный \флот η αεροπορία; служить во (или на) \флоте υπηρετώ στο ναυτικό
    * * *
    м
    ο στόλος, το ναυτικό

    вое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος

    торго́вый флот — ο εμπορικός στόλος

    речно́й флот — τα ποταμόπλοια

    возду́шный флот — η αεροπορία

    служи́ть во ( или на) флоте — υπηρετώ στο ναυτικό

    Русско-греческий словарь > флот

  • 6 военный

    военн||ый
    1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:
    \военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·
    2. ж ὁ στρατιωτικός.

    Русско-новогреческий словарь > военный

  • 7 военный

    επ.
    1. πολεμικός• στρατιωτικός•

    -ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•

    положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•

    -ое судно πολεμικό σκάφος•

    -ая служба στρατιωτική υπηρεσία•

    военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•

    военный врач στρατιωτικός γιατρός•

    -ое училище στρατιωτική σχολή.

    2. ουσ. ο στρατιωτικός.
    εκφρ.
    военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς.

    Большой русско-греческий словарь > военный

  • 8 Martial

    adj.
    Connected with war: P. πολεμικός, Ar. and P. πολεμιστήριος, V. ρείφατος, P. and V. πολέμιος.
    Warlike: P. and V. μχιμος (Soph., frag.) P. πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ar. and V. ἄλκιμος (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Martial

  • 9 Warlike

    adj.
    P. and V. μχιμος (Soph., frag.), P. πολεμικός, Ar. and V. ἄλκιμος (rare P.); see Brave.
    Fond of war: P. φιλοπόλεμος.
    Connected with war: P. and V. πολέμιος, P. πολεμικός, Ar. and P. πολεμιστήριος, V. ρείφατος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Warlike

  • 10 флот

    ο στόλος
    το ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -
    воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορία
    морской - ο στόλος, το ναυτικό

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флот

  • 11 боевой

    боевой 1) μαχητικός, πολε μικός 2) (смелый ) τολμηρός
    * * *
    1) μαχητικός, πολεμικός
    2) ( смелый) τολμηρός

    Русско-греческий словарь > боевой

  • 12 батальный

    бат||альный
    прил πολεμικός.

    Русско-новогреческий словарь > батальный

  • 13 бранный

    бранн||ый I
    прил (ругательный) ὑβριστικός:
    \бранныйые слова τά ὑβριστικά λόγια, τό ὑβρεολόγιο.
    бранный II
    прил поэт. уст. (относящийся к войне) ἀρειμάνιος, πολεμικός, φιλοπόλεμος.

    Русско-новогреческий словарь > бранный

  • 14 военно-морской

    военно-морской
    поил. τοῦ πολεμικού ναυτικού:
    \военно-морской флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό ναυτικό.

    Русско-новогреческий словарь > военно-морской

  • 15 воииский

    во́ии||ский
    прил στρατιωτικός, πολεμικός:
    \воиискийский долг τό στρατιωτικό καθήκον \воиискийская часть ἡ στρατιωτική μονάδα, τό στρατιωτικό τμήμα.

    Русско-новогреческий словарь > воииский

  • 16 корреспондент

    корреспондент
    м ὁ ἀνταποκριτής:
    собственный \корреспондент ὁ ἰδιαίτερος ἀνταποκριτής· специальный \корреспондент ὁ είδικός ἀνταποκριτής· военный \корреспондент ὁ πολεμικός ἀνταποκριτής.

    Русско-новогреческий словарь > корреспондент

  • 17 ратный

    ратный
    прил поэт., уст. πολεμικός, μαχητικός, μάχιμος:
    \ратный подвиг τό πολεμικό κατόρθωμα.

    Русско-новогреческий словарь > ратный

  • 18 флот

    флот
    м τό ναυτικό[ν], ὁ στόλος:
    военно-морской \флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό[ν] ναυτικό[ν]· морской \флот ὁ θαλάσσιος στόλος· речной \флот τά ποταμόπλοια· военно-возду́шный \флот ἡ πολεμική αεροπορία· гражданский воздушный \флот ἡ πολιτική ἀεροπορία· торговый \флот ὁ ἐμπορικός στόλος· каботажный \флот ὁ ἀκτοπλοϊκός στόλος· служить во \флоте ὑπηρετώ στό ναυτικό.

    Русско-новогреческий словарь > флот

  • 19 martial

    1) (warlike or fond of fighting: a martial nation.) φιλοπόλεμος,μαχητικός
    2) (belonging to or suitable for war: martial music.) πολεμικός
    - martial law

    English-Greek dictionary > martial

  • 20 war correspondent

    (a newspaper reporter who writes articles on a war especially from the scene of fighting.) πολεμικός ανταποκριτής

    English-Greek dictionary > war correspondent

См. также в других словарях:

  • πολεμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …   Dictionary of Greek

  • πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»